more from
Inner Ear
We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Ως Το Τ​έ​λ​ο​ς + 10 Α​κ​υ​κ​λ​ο​φ​ό​ρ​η​τ​α Κ​ο​μ​μ​ά​τ​ι​α

by Θάνος Ανεστόπουλος

/
  • Streaming + Download

    Includes unlimited streaming via the free Bandcamp app, plus high-quality download in MP3, FLAC and more.
    Purchasable with gift card

      €10 EUR

     

  • 2 CD
    Compact Disc (CD) + Digital Album

    Includes unlimited streaming of Ως Το Τέλος + 10 Ακυκλοφόρητα Κομμάτια via the free Bandcamp app, plus high-quality download in MP3, FLAC and more.

    Sold Out

1.
Ξανάρθαν τα σύννεφα μεγάλα σαν κύματα τα βράδια που κλάψαμε τις μνήμες που χάσαμε Τα όνειρα χάθηκαν τα μάτια σαν έκλεισαν το μέλλον προσπέρασαν τα λάθη μας έλαμψαν Κι εσύ να λες, πως δεν πειράζει, θα ξανάρθουν οι πιο καλές μας, οι στιγμές, το φως θα αδράξουν Κι εσύ να λες πως θα ξανάρθουν Κι εσύ να λες πως θα ξανάρθουν Μας έλειψε η εικόνα σου το πρώτο το γέλιο σου Θυμάμαι πως έφυγες σαν άστρο που κάηκε Τα όνειρα χάθηκαν τα μάτια σαν έκλεισαν το μέλλον προσπέρασαν τα λάθη μας έλαμψαν Κι εσύ να λες, δεν είναι αργά για να ξεβάψει η καταχνιά που το άσπρο δέρμα έχει βάψει Κι εσύ να λες πως δεν πειράζει Κι εσύ να λες πως δεν πειράζει
2.
Περνάει ο καιρός κι εγώ ο φτωχός πιο μοναχός μα πιο σοφός Στην χώρα μου πια δεν γελούν μόνο πουλούν όσα πονούν Ντύσου καλά, ήρθε ο Βοριάς κι είναι φονιάς ντύσου καλά ήρθε ο Βοριάς...κι είναι φονιάς! Περνάει ο καιρός κι εγώ ο γέρος φτωχός πιο μοναχός μα πιο σοφός Ντύσου καλά, ήρθε ο Βοριάς κι είναι φονιάς ντύσου καλά ήρθε ο Βοριάς... ...εγώ θα σ’ αγαπώ ως τον σταυρό ως να χαθώ ως το τέλος του κόσμου... ...εγώ θα σ’ αγαπώ ως τον σταυρό ως να χαθώ ως το τέλος...
3.
Κάθε τι κάθε ήχος κάθε σάλεμα κάθε βοή κάθε θρόισμα κάθε ανάσα κάθε ρόμβος κάθε ώρα κάθε ρωγμή κάθε βόγκηγμα κάθε ψέλλισμα κάθε ψίθυρος κάθε χιόνι κάθε ορίζοντας κάθε σπίθα κάθε αγκάλιασμα Eσένα, εσένα το κάθε τι, το κάθε τι θυμίζει Κάθε γέλιο κάθε ανάδυση κάθε λύπη κάθε κάμαρα κάθε τιτίβισμα κάθε θάλασσα κάθε σιωπή κάθε νέφος κάθε πτυχή κάθε απουσία κάθε κερί κάθε σάρκα κάθε δύση κάθε ανατολή κάθε πόνος κάθε αγκάλιασμα Eσένα, εσένα το κάθε τι, το κάθε τι ορίζει Κάθε δίψα κάθε έρημος κάθε οργή κάθε αδύνατο κάθε αγώνας κάθε κρότος κάθε ζάλη κάθε μαστίγιο κάθε πορεία κάθε αχτίνα κάθε μέθη κάθε φυγή κάθε σχήμα κάθε πέτρα κάθε αγκάλιασμα Eσένα, εσένα το κάθε τι, το κάθε τι θυμίζει Κάθε μπλε κάθε κόκκινο κάθε μαύρο κάθε χάρτινο κάθε ασημί κάθε κρίνος κάθε στήθος κάθε όπερα κάθε εσπέρα κάθε σοφία κάθε ύφασμα κάθε άβυσσος κάθε σταγόνα κάθε φράχτης κάθε κορμί κάθε γλώσσα κάθε αμαρτία κάθε φως κάθε σύμπαν κάθε άπειρο κάθε πάντα κάθε αιώνιο κάθε όλον κάθε αγκάλιασμα Eσένα, εσένα το κάθε τι, το κάθε τι θυμίζει
4.
Το καλοκαίρι έσβησε απλά, σαν να μην ήταν αληθινό Έπεφτε ζέστη από ψηλά μα κάτι άλλο ζητώ Σαν φύλλα με πέντε δάχτυλα, απλά, όλα όσα γίναν, το μεγάλο, το μικρό, πέσαν στις παλάμες μου απαλά, μα κάτι άλλο ζητώ Ανώφελα, τα κακά και τα καλά δε χάθηκαν στην ταραχή, στο βουητό, τα πάντα έλαμπαν σιωπηλά, μα κάτι άλλο ζητώ Πολλά μου έσωζε η ζωή, μου χάριζε το φως το μητρικό Ήμουν αλήθεια τυχερός πολύ Μα κάτι άλλο ζητώ Τα φύλλα δεν πήραν φωτιά Δε σπάσαν τα κλαριά το πρωινό σαν καθαρή χαμογελά δροσοσταλιά, μα κάτι άλλο ζητώ
5.
Κράτησε κάποια λέξη μαγική σαν φως και μνήμη ζωοφόρο καθώς ο χρόνος θα σκιαστεί και αίμα θα παίρνει φόρο Η λέξη αυτή να `ναι η καρδιά για χάρη της να σβήσεις να σε κεντήσουν δόρατα για αυτήν να ξεψυχήσεις Μα εκεί στη γη που θα δοθείς η αγάπη θα βλαστήσει και απ’ της ψυχής σου το πιο γλυκό φως αργά και ωραία θα δύσει Κράτησε κάποια λέξη μαγική γι’ αυτήν να ξεψυχήσεις
6.
Φίλε μου Αλέξη, το `λαβα το γράμμα σου και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω... Είναι καιρός όπου έπληξα διαβάζοντας όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα που να μου φέρει λίγη ποικιλία Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε και τ’ άκουσα, στην κάμαρα σκοτείνιαζε κι ο θόρυβος του δρόμου σταματούσε Έκλαψα βέβαια, κάτω απ’ την κουβέρτα μου. Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: Το Μάρτη... Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει: «Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!» κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει Να πεις σ’ όλους τους φίλους χαιρετίσματα κι αν τύχει ν’ απαντήσεις την Ελένη πως μ’ ένα φορτηγό πες της μπαρκάρισα και τώρα πια να μη με περιμένει Αλήθεια, ο Χάρος ήθελα να `ρχότανε σαν ένας καπετάνιος να με πάρει χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει Αλέξη, νιώθω τώρα πως σε κούρασα μπορεί κιόλας να σ’ έκαμα να κλάψεις δε θα 'βρεις, βέβαια, λόγια για μιαν απάντηση μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...
7.
Δεν με πειράζουν οι ανοιχτές πληγές δεν με πειράζει το πένθος στην ψυχή μου δεν με πειράζουν οι άσβηστες φωτιές όταν σωπαίνω κι όταν σβήνει η φωνή μου Δεν με πειράζουν τα μύρια ουρλιαχτά και τα πνιχτά δειλά αναφιλητά μου δεν με πειράζουν τα μαύρα κάτεργα δεν με πειράζει η άγρια μπόρα στην καρδιά μου Δεν με πειράζουν οι άταφοι νεκροί των σκοτωμένων οι ψυχές που δεν κοιμούνται δεν με πειράζει αν δρόμο έχω πια μακρύ σε μία χώρα που όλοι θέλουν και φοβούνται Δεν με πειράζει που έχω χέρια παιδικά και λυπημένα μάτια σαν σκυλιού δαρμένου δεν με πειράζει η τόση απόψε απελπισιά δεν με πειράζει το τραγούδι ενός πνιγμένου Δεν με πειράζουνε τα ρίγη των θανάτων και τα κατάρτια όταν σπάζουνε στα δυο, δεν με πειράζει η δικαιοσύνη των κυμάτων σε μια χώρα που έχει γίνει ρημαδιό Δεν με πειράζουν οι γλυκές οι μελωδίες ούτε οι δρόμοι που κοιμούνται οι μεθυσμένοι δεν με πειράζουν οι άγνωστες πορείες σε μία χώρα που είναι η ελπίδα πεθαμένη Αυτό που με πειράζει με θυμώνει είναι που κλέβουν αναιδώς τα όνειρά μας είναι που δε βαστούν φωτιά τα ποιήματά μας είναι το πάθος που στερούν απ’ τα παιδιά μας και μια σιωπή που μένει και δεν πρέπει πια να 'ναι δικιά μας
8.
Κοίτα να ντύνεσαι καλά ήρθ’ ο χειμώνας, πιες ακόμα μια γουλιά Σου `χω φυλάξει μια αγκαλιά και μια χάρτινη βαρκούλα μια σταλιά Κοίτα στους τοίχους το λίγο φως Είμαι η σκιά σου που σου χαμογελά Τρέξε στην πόλη και βάλε φωτιά Θα είμαι δίπλα σου όπου κι αν πας Κοίτα να χτίσεις μια φωλιά κι εκεί να κρύψεις λίγο ήλιο απ’ τα παλιά Σου `χω φυλάξει μια θάλασσα και ένα δάκρυ κοραλλένιο μια σταλιά Κοίτα τα χέρια σου, αντέχουν πολλά Διώξ’ τα σκοτάδια σου και κοίτα ψηλά Μείνε στην έρημο μες στη φωτιά Θα είμαι δίπλα σου όπου κι αν πας
9.
Τα μικρά παιδιά παίζουν με όπλα κι ο ήλιος τα πληγώνει Βαρούν καμπάνες στον Αϊ Λιά κι η νύχτα όλο σιμώνει Και τα παιδιά μαζεύονται όνειρα παν να πλέξουν Κάστρα να χτίσουν θέλουνε που για καιρούς θα αντέξουν Τα μικρά παιδιά παίζουν με όπλα Τα μικρά παιδιά παίζουν με όπλα
10.
Ρίζες 05:25
Πώς, θα ξαναβγούμε έξω στο φως να ξαναβρώ τις ρίζες μου να κρατηθώ. Πώς, θα ανθίσουνε τα σύννεφα να στείλουνε το μήνυμα, σε μπλε ουρανό. Δες, σκούριασαν τα όπλα τους για δες και δεν μπορούνε να σου πουν πια ότι φταις. Πιες, είναι νερό η αγάπη, πιες και όσο κυλάει θα είμαστε εμείς, οι νικητές. Πώς, φτιάξαμε ερήμους θάλασσες ποιήματα στα χαλάσματα, μες στις κραυγές. Δες, τα μάτια μας έγιναν φωλιές που έκρυψαν τις δικές τους τύψεις και ενοχές. Δες, σκούριασαν τα όπλα τους για δες και δεν μπορούνε να σου πουν πια ότι φταις. Πιες, είναι νερό η αγάπη, πιες και όσο κυλάει θα είμαστε εμείς, οι νικητές. Δες, δεν αρκούν πια οι σιωπές πως στο λαιμό τους γίνονται οι λέξεις θηλιές Βγες, απ’ το λαγούμι σου έξω βγες στους δρόμους αλλάζουν οι εποχές, μες στις φωτιές. Δες, σκούριασαν τα όπλα τους για δες και δεν μπορούνε να σου πουν πια ότι φταις. Πιες, είναι νερό η αγάπη, πιες και όσο κυλάει θα είμαστε εμείς, οι νικητές.
11.
Μίλα μου σαν την βροχή Μια κάμαρα με θέα προς την θάλασσα ξύλινα ράφια γεμάτα κίτρινα βιβλία το πρόσωπό σου που ποτέ δεν ξέχασα ένα ήσυχο τέλος για μια μεγάλη απουσία Μίλα μου σαν την βροχή Μίλα μου σαν την βροχή που λούζει τα μπλε παραθυρόφυλλα τα φύλλα πέφτουν απ’ το βάρος την αυγή η ζωή αδειάζει και γίνεται σύννεφα Το αργόσυρτο βήμα αυτού που δεν άντεξε κάτω απ’ τις κίτρινες λάμπες της πλατείας μια πόρτα προς τον κόσμο που δεν άνοιξε έρημα ποιήματα μιας γλυκόπικρης φιλίας Μίλα μου σαν την βροχή Μια εποχή βροχής χωρίς να περιμένω τίποτα μόνο το σώμα μου συνέχεια θα λεπταίνει μια λυρική απάθεια, ένα τοπίο κύματα καθώς η μέρα μου γαλήνια θα μικραίνει Έτσι ανάλαφρο ο αέρας θα με πάρει στα παγωμένα άσπρα χέρια του χλωμός σαν το φεγγάρι χλωμός σαν το φεγγάρι Γι’ αυτό μίλα μου σαν την βροχή
12.
Τα βήματά μου ακολουθεί ένα σκυλί που όλο ουρλιάζει στη βροχή και στο χαλάζι μαύρο και άσχημο όλο ζητάει μου το φιλί και όταν το παίρνει γίνεται άσπρος, όμορφος, αλλάζει. Γλύφει τα χέρια μου που έπιαναν φαϊ βλέπει που μου ΄ρχεται να κλάψω και σωπαίνει κι αν πεινασμένο θέλει να ’μαστε μαζί μαύρο και άσχημο μα σαν γελώ ομορφαίνει. Κουρνιάζει δίπλα μου τα βράδια σαν κοιμάμαι και μου καρφώνει στ’ όνειρο βαρύ μαχαίρι μια καθαρή αγάπη όμως στα μάτια μου θυμάμαι το δάκρυ σβήνει ξαφνικά σαν πέφτει αστέρι. Τα βήματά μου ακολουθεί ένα σκυλί που όλο αλυχτά χειμώνα καλοκαίρι μα δεν θα φτάσουμε μαζί στο τελευταίο σκαλί έναν καινούργιο φίλο η άνοιξη θα φέρει.
13.
Θυμάμαι θλίψη πλάι σου που έσταζε σε ουρανό καθάριο άψογος σαν κούρνιαζε θυμάμαι σύννεφα υγρά που τρέχανε και πολιτείες που είχανε γκρεμούς και πέφτανε Θυμάμαι άγουρα κορίτσια τρέμανε σε αγκαλιές που μόνο δόλο κρύβανε θυμάμαι νότες βγαίναν απ’ το τίποτα από αγκαλιές κι από νυχτιές από άστρα ύποπτα Θυμάμαι ανθρώπους που τον χρόνο αλέθανε φτιάχναν κεντήματα για άδεια μνήματα θυμάμαι νυχτερίδες που γεννούσανε άγια βρέφη στων θαλασσών τα κύματα Θυμάμαι άνεμο ιερό που γλένταγε σε ουρανό αμόλυντο καθάριος κούρνιαζε θυμάμαι στα δυο μάτια της πως έβρεχε και στα δυο χέρια της η μέρα πως ανέτελλε Θυμάμαι τα παιδιά που ανασαίναν ποιήματα και πέφταν σαν πουλιά σε ηλεκτροφόρα σύρματα θυμάμαι μαύρα ρούχα έκρυβαν το δέρμα τους μα κρίνο διάφανο λευκό ήταν το γέλιο τους Θυμάμαι μου είπαν θα έρθει ένα πλοίο απ’ το διάστημα που θα μας πάρει μακριά απ’ όλα τα άσχημα θυμάμαι ένας φίλος που ’φυγε νωρίς μας όρκισε στα πιο μεγάλα μακρινά άστρα να φτάσουμε... Και φτάσαμε
14.
Πεθαίνουν οι καλύτεροι και μόνο οι σάπιοι μένουν φεύγουν οι ομορφότεροι το πνεύμα μας μαραίνουν Καταραμένοι ποιητές οι στίχοι σας νεφέλες ματαίως ζουν οι σαρωτές μοιάζουν ψυχές θλιμμένες Πεθαίνουν οι καλύτεροι οι ποιητές της θλίψης και ζουν οι αθλιότεροι εκπρόσωποι της σήψης Μυσταγωγία μαγική η απαγγελία των στίχων και εμπειρία οδυνηρή η ενσάρκωση των ήχων Πεθαίνουν οι καλύτεροι αυτοί που είχαν μέλλον και ζουν οι άθλιοι εκπρόσωποι μας κλέβουνε το μέλλον Καταραμένοι ποιητές απάγκιο στον εφιάλτη δώστε πνοή στους στίχους μας κι ας κάνουμε ένα πάρτυ με φωτιά Καταραμένοι ποιητές σε τούτη τη μπαλάντα ματαίως ζουν οι σαρωτές δεν φτάνουν τα σαράντα Οι νέοι πεθαίνουν μα έχουνε την ωριμάδα γέρων μαζί και σκοτεινάδα γεμάτη εκλάμψεις θαυμαστές Οι όμορφοι πως φεύγουν...
15.
Κοντά σου θέλω να ’ρθω καθώς γλυκοχαράζει και να λουφάξω στα ζεστά τοιχώματά σου Με πάγωσαν, με θάμπωσαν οι υπέροχοι ανθοί σου πόθε εσύ ασίγαστε με ’φαγε το μαράζι Μηδέποτε δεν είναι αργά ο πόνος για να γιάνει την απροσπέλαστη αυτή απόμακρη ακτή να οργώσω, να ποτίσω κι η νύχτα σαν θα ’ρθει θα σπείρει μου μες στην καρδιά αυτό που η αγάπη κάμει αυτό που η αγάπη κάμει...
16.
Ζητάνε, ζητάν’, ζητάν’, ζητούν ξανά από μένα Ο Σκλάβος της Σάρκας τους να γίνω Ζητούν, ζητούν, ζητούν και απαιτούν και πάλι Ανήμπορος να σέρνομαι, τρελός, σε μαύρο χάλι Σαλός, χαμένος στο βυθό, αδιάκοπα να πίνω Βότκα, ουίσκι, τεκίλα, τζιν, λευκό και κόκκινο οίνο Μου λεν’, μου λεν’, μου λεν’, μου λένε να χωθώ Σε μαύρου ονείρου τα μελανά τα νέφη Σε λαβυρίνθους σκοτεινούς, φαντάσματα γεμάτους Σε εφιάλτες ζοφερούς που απλώνουν τη σκιά τους Εκεί που πόλεις καίγονται και σφάζονται τα βρέφη Άγαλμα σκιάχτρο να με στήσουνε, να μου βαρούν το ντέφι Μα όχι, δεν στέργω πια τα μαύρα να φοράω Όχι, πάντα ΔΙΑΦΑΝΟΣ, ΓΑΡΥΦΑΛΟΣ, και ΚΡΙΝΟΣ Και Έβρος και Πηνειός και Δούναβης και Ρήνος Γήινος πάντα και γερός και χθόνιος να χωράω Και στ’ ουρανού την απλωσιά μα και στην κάμαρά μου Δικά μου πια τα γέλια μου, δικά μου τα δάκρυά μου
17.
Ό,τι κι αν είχε το ’χασε: γυναίκα, βιός, παιδιά του τίποτε δεν του απόμεινε στερνή παρηγοριά. Πέταξ’ η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ’ την καρδιά του κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά. Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του και ζει, δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί. Μες στην ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του του κάκου εκεί κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί. «Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη, τι το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ’ το ξανθό, και πίνω κι απ’ το κόκκινο κι από το γιοματάρι κι από το σώσμα το τραχύ, πίνω και δεν μεθώ; Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι, ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά...» Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι, με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά: «Τι φταίω εγώ αν τα δάκρυα, που απελπισμένος χύνεις, πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές, και το νερώνουν το κρασί κι αδύναμο το πίνεις; Τι φταίω εγώ κι αν δεν μεθάς, τι φταίω εγώ κι αν κλαις;»
18.
Νικημένοι... Και όμως δεν δώσαμε μάχη μήτε καν στον ορίζοντα φάνηκ’ εχθρός ενώ θα ’πρεπε να ’μαστε πάντοτε μπρος, σε σκιές και σε φάσματα στρέφουμε ράχη Η δειλία χαράζει το κάθε μας βήμα κι όλοι ζούμε με τ’ όνειρο κάποιας φυγής, μας πειράζει στα μάτια το φως της αυγής, τραγουδάμε το χάρο, ποθούμε το μνήμα Μεθυσμένοι...Χωρίς ούτε στάλα να πιούμε, τη φωτιά μας δε σβήνει κανένα πιοτό, θα ’ρθει η ώρα να βρούμε τη λήθη σ’ αυτό τώρα όμως δεν ξέρω και μεις τι ζητούμε Στο μεθύσι μας πάνω πιστεύουμ’ αλήθεια ότι γίναμε κιόλας καινούριοι Θεοί, τη ζωήν, ως τη ζούνε οι άλλοι θνητοί τη χλευάζουμε σαν μια χυδαία συνήθεια Διαρκώς αυταπάτες και πάντα στο χέρι λίγα πούπουλα, θύμηση μόνο σκληρή της χαράς που πετάει και φεύγει ιλαρή στον ορίζοντα πέρα, λευκό περιστέρι Γελασμένοι... Δεν το ’χαμε πριν καταλάβει, πως μια μέρα θα ’ρχοταν αυτός ο καιρός που κι ο ύστατος φίλος θα ήταν νεκρός Η ζωή δεν προσφέρει, ζητάει να λάβει
19.
Κάποτε μέσα στο κρασί αυτά τα μάτια ζούσαν. Κάποτε μέσα στο ψωμί τα δάκρυα γλεντούσαν. Κάποτε πέντε υπαίθριες υπάρξεις ασελγούσαν σε νότες με παράφορα ταξίδια μουσικά. Υπήρξε άραγε εποχή στα παιδικά μας χρόνια. Κάτω απ’ τον θόλο του ουρανού με χέρια καθαρά. Να ’γραψαν ποιήματα για μας κορίτσια χρυσαφένια στεγνά σαν τάφοι δροσερά σαν πάχνης άγγιγμα. Μέσα από αλάτι σάρκα εμείς και πνεύμα. ‘νασαίναμε της Μάνας μας το σταύρωμα το νεύμα. Γνώρισε δίψα ο λάρυγγας και τα μπουκάλια άδεια. και εμείς σαν το νερό ρευστοί χανόμασταν στα χάδια. Κάτι από νεύρο ποίηση κι άδεια βράδια...

about

Το Σεπτέμβριο του 2016 αρνηθήκαμε να τον αποχαιρετήσουμε. Γιατί, όπως συνήθως συμβαίνει με τους μεγάλους καταραμένους ποιητές που φεύγουν ξαφνικά, ο Θάνος Ανεστόπουλος θα παραμένει παρών εμπνέοντας αιώνια με την τέχνη του. Η φωνή, η μουσική, η ποίηση και η ζωγραφική του θα μας συντροφεύουν ως πολύτιμη κληρονομιά για πάντα.

Η αμήχανη στάση απέναντι στο ανέκδοτο υλικό που άφησε πίσω του, συνάντησε την παρότρυνση και αρωγή κοινών συνεργατών και φίλων και σύντομα με την επιτακτική ζήτηση του κοινού, δημιουργήθηκε η ανάγκη και η ηθική υποχρέωση να δημοσιοποιηθεί το έργο του.

Έχοντας εργαστεί με φροντίδα, πίστη και ευθύνη πάνω σε αυτό το υλικό και με την πολύτιμη συνεργασία των: Μανώλη Αγγελάκη, Στάθη Ιωάννου, Νίκου Γιούσεφ και Άκη Σπυριδάκη, είμαστε έτοιμοι να παρουσιάσουμε δύο νέες εκδόσεις και μία επανέκδοση.

Δέκα ανέκδοτα κομμάτια του Θάνου Ανεστόπουλου κυκλοφορούν σε μια ειδική έκδοση διπλού cd που περιλαμβάνει και τα κομμάτια του δίσκου «Ως Το Τέλος» σε νέο mastering. Τα έξι από τα ανέκδοτα κομμάτια είναι σε δικούς του στίχους, ενώ στα υπόλοιπα έχει μελοποιήσει ποιήματα και στίχους των: Θανάση Γιαννακόπουλου, Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη, Γιώργου Μυλωνογιάννη και Ιωάννη Πολέμη. Οκτώ από αυτά τα κομμάτια κυκλοφορούν και σε album βινυλίου με τον τίτλο «Θάνος Ανεστόπουλος». Τέλος, το πρώτο προσωπικό album του, «Ως Το Τέλος», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2012, επανακυκλοφορεί με το ίδιο artwork και το ίδιο mastering σε διαφανές βινύλιο. Και οι τρεις κυκλοφορίες θα διατίθενται και ψηφιακά σε όλες τις μουσικές πλατφόρμες.

credits

released March 12, 2018

________________________________________________________

Tracks 1-9:
Μουσική: Θάνος Ανεστόπουλος
Στίχοι: Θάνος Ανεστόπουλος εκτός:
* Γράμμα Ενός Αρρώστου, ποίηση: Νίκος Καββαδίας, Εκδόσεις Άγρα
* Μα Κάτι Άλλο Ζητώ, ποίηση: Αρσένι Ταρκόφσκι, Εκδόσεις Ίνδικτος "Χρόνος - Είκοσι πέντε στάσεις στο ποιητικό του έργο" Μετάφραση: Μαξίμ Κισιλιέρ - Λίνος Ιωαννίδης

Θάνος Ανεστόπουλος - τραγούδι, κιθάρα
Στάθης Ιωάννου - κιθάρες, μπάντζο
Μανώλης Αγγελάκης - κιθάρες
Γιάννης Δημητριάδης - hammond organ στα 1, 6
Νίκος Γιούσεφ - μουσικό πριόνι στο 4
Γιώργος Τσαλκίδης - κοντραμπάσο στο 1
Μάριος Σαρακινός - ντέφι στο 1

Tracks 10-19:
Μουσική: Θάνος Ανεστόπουλος
Στίχοι: Θάνος Ανεστόπουλος εκτός:
* Μίλα Μου Σαν Την Βροχή, στίχοι: Θανάσης Γιαννακόπουλος
* Αλλάζω Σκακιέρα, ποίηση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
* Νερωμένο κρασί, ποίηση: Ιωάννης Πολέμης
* Οι Ονειροπόλοι, ποίηση: Γιώργος Μυλωνογιάννης

Θάνος Ανεστόπουλος - τραγούδι, κιθάρα
Στάθης Ιωάννου - κιθάρες, μπάντζο, μπάσο, θόρυβος
Μανώλης Αγγελάκης - κιθάρες

Tracks 1-19:
Παραγωγή, ηχογράφηση, μίξη: Handymen στα Handystudios
Mastering: Γιάννης Χριστοδουλάτος - Sweetspot Studio

Artwork: Roleplay
Φωτογραφίες: Άκης Σπυριδάκης

license

all rights reserved

tags

If you like Θάνος Ανεστόπουλος, you may also like: